- καλοπίχερος
- και καλοπίχειρος, -η, -ο (Μ καλοπίχερος, -η, -ον)1. αυτός που έχει καλό χερικό, γούρικος, τυχερός, αίσιος2. αυτός που γίνεται εύκολανεοελλ.1. εύπορος2. φιλήσυχος, ήπιος, μαλακόςμσν.1. κατάλληλος2. αυτός που έχει ευγενική καταγωγή3. έντιμος, χρηστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλῶς) + ἐπιχειρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.